συναιωρέομαι

From LSJ
Revision as of 13:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last

Menander, Monostichoi, 395
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναιωρέομαι Medium diacritics: συναιωρέομαι Low diacritics: συναιωρέομαι Capitals: ΣΥΝΑΙΩΡΕΟΜΑΙ
Transliteration A: synaiōréomai Transliteration B: synaiōreomai Transliteration C: synaioreomai Beta Code: sunaiwre/omai

English (LSJ)

Pass.,

   A to be swayed with, συναιωρούμενον τῷ ὑγρῷ τὸ πνεῦμα Pl.Phd.112b, cf. Plu.2.564d.

Greek (Liddell-Scott)

συναιωρέομαι: παθ., αἰωροῦμαι ὁμοῦ, ξυναιωρούμενον τῷ ὑγρῷ τὸ πνεῦμα Πλάτ. Φαίδων 112Β, πρβλ. Πλούτ. 2. 564D.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
être suspendu avec ; fig. avoir l’esprit en suspens.
Étymologie: σύν, αἰωρέω.

Greek Monotonic

συναιωρέομαι: Παθ., αιωρούμαι, παραμένω αιωρούμενος, μετεωρίζομαι από κοινού, με δοτ., σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αιωρέομαι samen (met...) op en neer schommelen, met dat.. Plat. Phaed. 112b.

Russian (Dvoretsky)

συναιωρέομαι: 1) вместе подниматься, вздыматься: σ. τῷ ὑγρῷ Plat. подниматься вместе с испарениями;
2) быть в недоумении, колебаться: σ. τῷ μέλλοντι Plut. быть в сомнении насчет будущего.