Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τῆνος

From LSJ
Revision as of 06:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → all life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains | the world's a stage, and life's a toy: dress up and play your part; put every serious thought away—or risk a broken heart | Life's a performance. Either join in lightheartedly, or thole the pain. | this life a theatre we well may call, where every actor must perform with art, or laugh it through, and make a farce of all, or learn to bear with grace his tragic part

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῆνος Medium diacritics: τῆνος Low diacritics: τήνος Capitals: ΤΗΝΟΣ
Transliteration A: tē̂nos Transliteration B: tēnos Transliteration C: tinos Beta Code: th=nos

English (LSJ)

τήνα, τῆνο, Dor. for Aeol. κῆνος, Ion. and Att. κεῖνος, ἐκεῖνος,

   A he, she, it, IG4.7 (Aegina), Epich.35, Sophr.56, Erinn.in PSI9 p.xii, Tab.Heracl.1.136, Ages. ap. Plu.Ages.11, Theoc.1.4,5,11, etc.: sts. with a strongly demonstr. force, like ὅδε or ὁδί, Id.1.1,8, 23, etc.    2 the famous, Id.1.120,126, etc.; or the notorious, Id.5.1,15, etc.    3 in opposed clauses, τόκα μὲν ἐν τήνων... τόκα δὲ πὰρ τήνοις Epich.147, cf. Theoc.1.36.

Greek (Liddell-Scott)

τῆνος: τήνα, τῆνο, Δωρ. καὶ Αἰολ. ἀντὶ κῆνος, Ἰωνικ. καὶ Ἀττ. κεῖνος, ἐκεῖνος, η, ο, Ἐπίχ. 19, 95 Ahr., Θεόκρ. 1. 4, 5, 11, κλπ.· ἐνίοτε μετὰ ἰσχυρᾶς δεικτικῆς σημασίας, σχεδὸν ὡς τὸ ὅδε ἢ ὁδί, ὁ αὐτ. 1. 1, 8, 23, κλπ. 2) ὡς τὸ Λατ. ille, iste, ὁ γνωστὸς ἐκεῖνος, ὁ περιώνυμος, ὁ αὐτ. 1. 120, 126, κλπ.· ἢ ὁ διαβόητος, ὁ αὐτ. 5. 1, 15, κλπ. 3) ἐν προτάσεσιν ἀντιθετικῶς συνδεομέναις, τόκα μὲν ἐν τήνοις..., τόκα δὲ πὰρ τήνοις Ἐπίχ. 124 Ahr., πρβλ. Θεόκρ. 1. 36.

French (Bailly abrégé)

τήνα, τῆν;
dor. c. ἐκεῖνος ou ὅδε.
Étymologie: DELG dérive de l’article *το- et formation parallèle à (ἐ)κεῖνος.

Greek Monolingual

τήνα, τῆνο, Α
(δωρ. τ.) κῆνος. εκείνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. αντωνυμίας, αντίστοιχος προς το ἐκεῖνος, σχηματισμένος από το θ. το- του οριστικού άρθρου (πρβλ. ΙΕ tod, βλ. λ. ο, η, το) μέσω ενός τ. τη-ενος (για τη μορφή τη
βλ. τῆ) ή τε-ενος, με το επίθημα -ενος του ἐκεῖνος (βλ. λ. εκείνος)].

Greek Monotonic

τῆνος: τήνα, τῆνο,
1. Δωρ. αντί κεῖνος, ἐκεῖνος, αυτός, αυτή, αυτό, σε Θεόκρ.
2. όπως το Λατ. ille, iste, ο διάσημος εκείνος ή ο διαβόητος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

τῆνος: τήνα, τῆνο дор. Theocr. = ἐκεῖνος.