ὑπερφανής

From LSJ
Revision as of 09:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερφᾰνής Medium diacritics: ὑπερφανής Low diacritics: υπερφανής Capitals: ΥΠΕΡΦΑΝΗΣ
Transliteration A: hyperphanḗs Transliteration B: hyperphanēs Transliteration C: yperfanis Beta Code: u(perfanh/s

English (LSJ)

ές, (ὑπερφαίνομαι)

   A appearing over or above, out-topping, δόρατα ταπεινὰ καὶ μὴ ὑπερφανῆ X.Eq.Mag.5.7 (cod.B, ὑπερηφανῆ cett.): coupled with ὑπέργεια, Poll.5.150 (v.l. ἐπι-), cf. 9.20.

German (Pape)

[Seite 1203] ές, darüber erscheinend, Xen. Hipparch. 5, 7, v. l. ὑπερήφανα.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερφᾰνής: -ές, γεν. -έος, (ὑπερφαίνομαι), ὁ φαινόμενος ὑπεράνω τῶν ἄλλων, ὑπερέχων τοὺς ἄλλους κατὰ τὸ ὕψος, δόρατα ὀρθὰ καὶ ὑπερφανῆ Ξενοφ. Ἱππαρχ. 5, 7 (ὡς ὁ Στέφ. ἀντὶ ὑπερηφανῆ). ΙΙ. = ὑπερφαής, Πολυδ. Ε΄, 150, Θ΄, 20.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
levé de manière à être visible.
Étymologie: ὑπέρ, φαίνω.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ [[ὑπερφαίνω, -ομαι]]
ο ὑπερφαής
αρχ.
αυτός που φαίνεται πιο ψηλά από τους άλλους, που τους ξεπερνάει στο ύψος.

Greek Monotonic

ὑπερφᾰνής: -ές (φαίνομαι), γεν. -έος, αυτός που φαίνεται πιο πάνω, που ξεχωρίζει, αυτός που υπερέχει των άλλων στο ύψος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερφανής: видимый сверху, т. е. торчащий вверх (δόρατα Xen.).