ὑπογραμματεύς
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
English (LSJ)
έως, ὁ,
A under-clerk, under-secretary, Antipho 6.35, Lys.30.27, IG12.374.110,258; restored by Dind. in Ar.Ra.1084 (anap.) for ὑπὸ γραμματέων.
German (Pape)
[Seite 1213] έως, ὁ, der Unterschreiber, der zweite Schreiber; τῶν θεσμοθετῶν Antiph. 6, 35; Lys. 30, 27; vgl. Böckh Ath. Staatshaush. I p. 201 ff.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπογραμμᾰτεύς: έως, ὁ, δεύτερος ἢ κατώτερος γραμματεύς, Ἀντιφῶν 145. 26, Λυσί. 186. 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 115, 184, κ. ἀλλ.Ϗ ἀποκατεστάθη ὑπὸ τοῦ Dind. ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 1084, ἀντὶ τοῦ ὑπὸ γραμματέων˙Ϗ πρβλ. Böckh P. E. 1. 251.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
sous-greffier, scribe ou greffier adjoint.
Étymologie: ὑπό, γραμματεύς.
Greek Monolingual
η / ὑπογραμματεύς, ὁ, Α
βλ. υπογραμματέας.
Greek Monotonic
ὑπογραμμᾰτεύς: -έως, ὁ, υπογραμματέας, κατώτερος γραμματέας, δεύτερος γραμματέας, σε Αριστοφ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπογραμμᾰτεύς: έως ὁ помощник писца Lys., Arph.