ὑπονοστέω
English (LSJ)
A go down, sink, Arist.Mete.367a24, Plu.Them.15; settle, of a stack of wood, Hdt.4.62; of the earth in an earthquake, Arist.Mete.365b12; of a river, ὑ. ἀνδρὶ ὡς ἐς μέσον μηρόν Hdt.1.191, cf. Th.3.89, Plu.2.366e; of humours, εἰς τὸ βάθος Gal.6.254. 2 settle, turn into a thing, εἰς χλευασμὸν καὶ γέλωτα Plu.2.811e: metaph., sink, decline, ἐκ τοῦ φοβεροῦ ὑ. πρὸς τὸ εὐκαταφρόνητον Longin.3.1; πρὸς τὸ μὴ ὄν Dam.Pr.440; of the aged, decline in years, Poll.2.21.
German (Pape)
[Seite 1227] zurückkehren, Plut. Them. 15; – heruntergehen, abnehmen, sich vermindern, Her. 4, 62; von einem Flusse, dessen Wasser sinkt, 1, 191; Thuc. 3, 89 θάλασσα κυματωθεῖσα ἐπῆλθε τῆς πόλεως μέρος τι, καὶ τὸ μὲν κατέκλυσε, τὸ δὲ ὑπενόστησε; so vom Styl, Plut. Is. et Os. 39.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπονοστέω: ὑποστρέφω, ἐπανέρχομαι, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 19, Πλουτ. Θεμιστ. 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 10, 8. ΙΙ. ἱζάνω, κατακαθίζω, Λατιν. subsidere, ἐπὶ σωροῦ φρυγάνων, ὑπονοστέει γὰρ δὴ ἀεὶ (τὰ φρύγανα) ὑπὸ τῶν χειμώνων Ἡρόδ. 4. 62· ἐπὶ σεισμοῦ, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 7, 7· ἐπὶ ποταμοῦ, ἀποσύρομαι, «ὀλιγοστεύω» ὑπονενοστηκότος (τοῦ ποταμοῦ) ἀνδρὶ ὡς ἐς μέσον μηρὸν Ἡρόδ. 1. 191, πρβλ. Θουκ. 3. 89, Πλούτ. 2. 366Ε. 2) καταλήγω εἴς τι, τρέπομαι εἴς τι, εἰς χλευασμὸν καὶ γέλωτα Πλούτ. 2. 811Ε ὑπ. ἐκ τοῦ φοβεροῦ πρὸς τὸ εὐκαταφρόνητον Λογγῖν. 3. 1· ἐπὶ ἡλικίας, κατὰ μικρὸν ὑποκύπτω εἰς τὸ γῆρας, Πολυδ. Β΄, 21.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 revenir sur ses pas, retourner;
2 s’enfoncer, s’abîmer ; en parl. des eaux s’enfoncer sous terre, se perdre sous terre ; fig. se perdre, dégénérer : εἴς τι en qch.
Étymologie: ὑπό, νοστέω.
Greek Monotonic
ὑπονοστέω: μέλ. -ήσω, επιστρέφω, αποσύρομαι, αποτραβιέμαι, αποχωρώ, σε Ηρόδ.· βουλιάζω, βυθίζομαι, κατακαθίζω, κατασταλάζω, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπονοστέω: 1) возвращаться, отступать, отходить (ἀπό τινος Plut.);
2) оседать, опускаться: τὰ φρύγανα ὑπονοστέει Her. кучи хвороста оседают;
3) убывать, спадать (ὁ Νεῖλος ὑπονοστεῖ Plut.): ἡ θάλασσα τὸ μὲν κατέκλυσε, τὸ δ᾽ ὑπενόστησεν Thuc. море одну часть (города) затопило, а с другой отхлынуло;
4) переходить, перерождаться: τὸ θαυμαζόμενον εἰς χλευασμὸν ὑπονοστεῖ Plut. то, что вызывало удивление, становится предметом насмешек.