φέρετρον
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
τό, (φέρω)
A bier, litter, frame, Plb.8.29.4; cf. φέρτρον.
German (Pape)
[Seite 1262] τό, Trage, Babre, Sänfte, Pol. 8, 31, 4, s. φέρτρον.
Greek (Liddell-Scott)
φέρετρον: τό, νεκροφόρον κλινίδιον, ἢ φορεῖον, Λατ. feretrum, Πολύβ. 8. 31, 4· ― κατὰ συγκοπήν, φέρτρον Ἰλ. Σ. 236.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
brancart, litière.
Étymologie: φέρω.
Greek Monotonic
φέρετρον: τό (φέρω), νεκροφόρα, φορείο, σε Πολύβ.· συνηρ. φέρτρον, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
φέρετρον: τό носилки Polyb.