φύστις
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
f.l. in A.Pers.926 (anap., leg. πάνυ ταρφύς τις, for πάνυ γὰρ φύστις).
German (Pape)
[Seite 1319] ἡ, poet. statt φύσις 3, Nachkommenschaft, Geschlecht, Aesch. Pers. 890.
Greek (Liddell-Scott)
φύστις: -εως, ἡ, (φύω) ἀμφίβ. τύπος τοῦ φύσις IV, γενεά, ἀπόγονοι, Αἰσχύλου Πέρσ. 926˙ ἀλλ’ ὁ Franz ἀναγινώσκει πάνυ ταρφύς τις, ἀντὶ πάνυ γὰρ φύστις.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
postérité, race.
Étymologie: φύω.
Greek Monotonic
φύστις: -εως, ἡ (φύω), απόγονοι, γενιά, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
φύστις: εως ἡ потомство, род (Aesch. - v. l. ταρφύς).