Λάμαχος

From LSJ
Revision as of 19:32, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "˙" to "·")

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source

Greek (Liddell-Scott)

Λάμᾰχος: [ᾱ], -ον, πρόθυμος εἰς μάχην, γνωστὸς τις Ἀθηναῖος μετὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ ὁποίου, ἀρέσκεται νὰ παίζῃ ὁ Ἀριστοφάνης, πρβλ. κλαυσίμαχος. (Πιθ. ἐκ τοῦ λᾱ-, μάχομαι, Ἡσύχ.· ἀλλ’ ὅμως ἀξία προσοχῆς καὶ ἡ ἐτυμολογία ἐκ τοῦ λαός, μάχη, ὡς τὸ λᾱγέτης, = πρόμαχος τοῦ λαοῦ).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
Lamachos « très-guerrier » :
1 général athénien;
2 autres.
Étymologie: λα-, μάχομαι.