Παράλιον

From LSJ
Revision as of 01:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

κύματα θαρσαλέως ποντοπόρει βιότου → the waves of life make bold furrows, travel boldly over the waves of life

Source

Greek (Liddell-Scott)

Παράλιον: τό, ἡρῷον (δηλ. ἱερὸν) τοῦ ἥρωος Παράλου, Δημ. 1191. 25.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
sanctuaire du héros attique Paralos.

Greek Monotonic

Παράλιον: τό, μικρό ιερό του ήρωα Παράλου, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

Παράλιον: τό Паралий (святилище атт. героя Парала) Dem.