γεροντικός
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for old men, λουτρά Pl.Lg.761c; κρᾶσις Ath.Med. ap. Orib. inc.23.6: -κόν, τό, senate-house, Str.14.1.43; cf. sq. Adv. -κῶς like an old man, v.l. in Ar.V.1132, cf. Plu.2.639d: Comp. -κώτερον Cic. Att.12.1.2.
German (Pape)
[Seite 486] = γερόντειος, Plat. Legg. VI, 761 c u. Sp.; τὸ γ., der Senat in Carthago, Pol. 6, 51, 2, f. L. γερόντιον.
Greek (Liddell-Scott)
γεροντικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς γέροντα ἢ ὅμοιος γέροντι, Πλάτ. Νόμ. 761C·-πρβλ. ἑπομ.-Ἐπίρρ.–κῶς Πλούτ. 2. 639D.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de vieillard.
Étymologie: γέρων.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1propio de ancianos, de o para ancianos λουτρά Pl.Lg.761c, ὅπλον Call.Epigr.1.7, κρᾶσις γ. constitución física de los ancianos Ath.Med. en Orib.Inc.41.7, ἡλικία Gal.9.654, 17(2).255
•neutr. como adv. γεροντικώτερον est memoriola uacillare Cic.Att.248.2.
2 subst. τὸ γ. lugar de reunión del Senado Str.14.1.43.
II adv. -ῶς a la manera de un anciano, de forma experimentada Ar.V.1132 (cód.), cf. Plu.2.639c, Suet.Aug.71.2.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM γεροντικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει, ταιριάζει ή αναφέρεται σε γέροντες
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το γεροντικό
1. η αίθουσα συνεδριάσεων της μονής
2. (επί τουρκοκρατίας) η αίθουσα συνεδριάσεων τών γερόντων, το αρχοντικό
μσν.
βιβλίο που περιέχει ρητά και διηγήσεις περί μοναχών και ασκητών του παρελθόντος
αρχ.
το οίκημα της γερουσίας.
Russian (Dvoretsky)
γεροντικός: старческий, стариковский Plat., Plut.