Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γεροντικός

From LSJ
Revision as of 18:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεροντικός Medium diacritics: γεροντικός Low diacritics: γεροντικός Capitals: ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: gerontikós Transliteration B: gerontikos Transliteration C: gerontikos Beta Code: gerontiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for old men, λουτρά Pl.Lg.761c; κρᾶσις Ath.Med. ap. Orib. inc.23.6: -κόν, τό, senate-house, Str.14.1.43; cf. sq. Adv. -κῶς like an old man, v.l. in Ar.V.1132, cf. Plu.2.639d: Comp. -κώτερον Cic. Att.12.1.2.

German (Pape)

[Seite 486] = γερόντειος, Plat. Legg. VI, 761 c u. Sp.; τὸ γ., der Senat in Carthago, Pol. 6, 51, 2, f. L. γερόντιον.

Greek (Liddell-Scott)

γεροντικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς γέροντα ἢ ὅμοιος γέροντι, Πλάτ. Νόμ. 761C·-πρβλ. ἑπομ.-Ἐπίρρ.–κῶς Πλούτ. 2. 639D.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de vieillard.
Étymologie: γέρων.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1propio de ancianos, de o para ancianos λουτρά Pl.Lg.761c, ὅπλον Call.Epigr.1.7, κρᾶσις γ. constitución física de los ancianos Ath.Med. en Orib.Inc.41.7, ἡλικία Gal.9.654, 17(2).255
neutr. como adv. γεροντικώτερον est memoriola uacillare Cic.Att.248.2.
2 subst. τὸ γ. lugar de reunión del Senado Str.14.1.43.
II adv. -ῶς a la manera de un anciano, de forma experimentada Ar.V.1132 (cód.), cf. Plu.2.639c, Suet.Aug.71.2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM γεροντικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει, ταιριάζει ή αναφέρεται σε γέροντες
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το γεροντικό
1. η αίθουσα συνεδριάσεων της μονής
2. (επί τουρκοκρατίας) η αίθουσα συνεδριάσεων τών γερόντων, το αρχοντικό
μσν.
βιβλίο που περιέχει ρητά και διηγήσεις περί μοναχών και ασκητών του παρελθόντος
αρχ.
το οίκημα της γερουσίας.

Russian (Dvoretsky)

γεροντικός: старческий, стариковский Plat., Plut.