ἄκομπος

From LSJ
Revision as of 12:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source

German (Pape)

[Seite 76] ohne Prahlerei, Aesch. Spt. 536.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
v. ἀκόμπαστος.

Spanish (DGE)

-ον
que no se jacta, ἀνήρ A.Th.554, ἄκομπα ἀλοιδόρητα sin jactancias ni insultos S.Fr.210.10 (ap.crít.).

Greek Monolingual

(I)
ἄκομπος, -ον (Α) κόμπος Ι]
ο ακόμπαστος.———————— (II)
-η, -ο κόμπος ΙΙ]
αυτός που δεν έχει κόμπους.

Greek Monotonic

ἄκομπος: -ον, αυτός που δεν επαίρεται, που δεν κομπάζει, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἄκομπος: Aesch. = ἀκόμπαστος.

Middle Liddell

not boasting, Aesch.