γλωττίζω

From LSJ
Revision as of 12:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλωττίζω Medium diacritics: γλωττίζω Low diacritics: γλωττίζω Capitals: ΓΛΩΤΤΙΖΩ
Transliteration A: glōttízō Transliteration B: glōttizō Transliteration C: glottizo Beta Code: glwtti/zw

English (LSJ)

   A kiss lasciviously, bill, AP5.128 (Autom.).

Greek (Liddell-Scott)

γλωττίζω: φιλῶ διὰ τῆς γλώσσης μετ’ ἀσελγείας, ὡς αἱ περιστεραί, Ἀνθ. Π. 5. 129· ἴδε καταγλωττίζω.

Spanish (DGE)

besar lascivamente γλωττίζει, κνίζει, περιλαμβάνει AP 5.129 (Autom.).

Greek Monolingual

γλωττίζω (Α) γλώττα
δίνω ρουφηχτό φιλί στο στόμα προβάλλοντας τη γλώσσα.

Russian (Dvoretsky)

γλωττίζω: целоваться «с язычком» Anth.