Θησηΐς
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
English (LSJ)
ΐδος, contr. Θησῄς, ῆδος, fem. of Θήσειος,
A of Theseus, χθών A.Eu.1026. II Subst., Theseid, a poem on Theseus, Arist.Po. 1451a20, D.L.2.59. 2 name of a mode of hair-cutting, used by Theseus, Plu.Thes.5.
Greek (Liddell-Scott)
Θησηΐς: ΐδος, συνῃρ. Θησῇς, ῇδος, ἡ, ἡ ἀνήκουσα εἰς τὸν Θησέα, χθὼν Αἰσχύλ. Εὐμ. 1026. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἡ Θησηΐς, ποίημα περὶ τοῦ Θησέως, Ἀριστ. Ποιητ. 8, 2, Διογ. Λ. 2. 59. 2) εἶδος κουρᾶς τῆς κόμης, ᾗ πρῶτος ἐχρήσατο ὁ Θησεύς, δι’ ὃ καὶ ὠνομάσθη ἀπ’ αὐτοῦ Θησηΐς, Πλούτ. ἐν Θησ. 5.
French (Bailly abrégé)
ΐδος
1 adj. f. de Thésée;
2 subst. ἡ Θησηΐς coiffure à la Thésée, càd avec le devant de la tête seul tondu.
Étymologie: Θησεύς.
Greek Monotonic
Θησηΐς: -ΐδος,
I. συνηρ. Θησῇς, -ῆδος, θηλ. του Θήσειος, για το Θησέα, σε Αισχύλ.
II. ως ουσ., η «Θησηίδα», ποίημα που αναφέρεται στο Θησέα, σε Αριστ.
2. ονομασία τρόπου κουρέματος των μαλλιών, που πρωτοεφαρμόσθηκε από τον Θησέα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
Θησηΐς: ΐδος [adj. f к Θησεύς тесеева (χθών Aesch.).
ΐδος ἡ Тесеида
1) поэма о Тесее Arst., Diog. L.;
2) sc. κουρά, прическа в подражание Тесею со стрижкой одной лишь передней части головы Plut.