Λάμπος
From LSJ
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
English (LSJ)
ὁ, one of the horses of Eos, Bright, Od.23.246; cf. Φαέθων.
Greek (Liddell-Scott)
Λάμπος: ὁ, εἷς τῶν ἵππων τῆς Ἠοῦς, = ὁ Λαμπρός, Ὀδ. Ψ. 246· πρβλ. Φαέθων.
English (Autenrieth)
(1) son of Laomedon, father of the Trojan Dolops, Il. 3.147, Il. 15.526.—(2) name of one of the steeds of Eos, Od. 23.246.—(3) one of Hector's horses, Il. 8.185.
Greek Monotonic
Λάμπος: ὁ, ένα από τα άλογα της Ηούς, ο Λαμπρός, σε Ομήρ. Οδ.