Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
Full diacritics: Σέρᾱπις | Medium diacritics: Σέραπις | Low diacritics: Σέραπις | Capitals: ΣΕΡΑΠΙΣ |
Transliteration A: Sérapis | Transliteration B: Serapis | Transliteration C: Serapis | Beta Code: *se/rapis |
Σεραπεῖον,
A v. Σάραπις.
Σέρᾱπις: Σεραπεῖον, ἴδε ἐν λέξ. Σάραπις.
v. Σάραπις.
-άπιδος, ὁ, Α
βλ. Σάραπις.
Σέρᾱπις: ῐδος ὁ Anth. = Σάραπις.