Νεῖλος

Revision as of 04:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ὁ,

   A Nile, Hes.Th.338, etc.

Greek (Liddell-Scott)

Νεῖλος: ὁ, πρῶτον ἐν Ἡσ. Θ. 338· ― παρ’ Ὁμ. ὁ ποταμὸς καλεῖται Αἴγυπτος, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
le Nil.

English (Slater)

Νεῑλος the river, furthest point of sailing to the south. ἀλλ' ἐπέρα ποτὶ μὲν Φᾶσιν θερείαις, ἐν δὲ χειμῶνι πλέων Νείλου πρὸς ἀκτάν (sc. λτ;γτ;ενοκράτης: his hospitality knows no bounds or seasons) (I. 2.42) μυρίαι δ' ἔργων καλῶν τέτμανθ κέλευθοι καὶ πέραν Νείλοιο παγᾶν καὶ δἰ Ὑπερβορέους (τὰ δὲ ἑκατέρωθεν παρείληφε πέρατα, τὴν σύμπασαν οἰκουμένην θέλων εἰπεῖν Σ.) (I. 6.23) Αἰγυπτίαν Μένδητα, πὰρ κρημνὸν θαλάσσας ἔσχατον Νείλου κέρας fr. 201. 2. as god, Νείλοιο πρὸς πῖον τέμενος Κρονίδα (τὴν Λιβύην φησίν. τὸν Νεῖλον ἀντὶ τοῦ Διός φησιν, ἐπειδὴ παρὰ τοῖς Αἰγυπτίοις τιμᾶται ὡς θεός. Σ: a ref. to Ζεὺς Ἄμμων?) (P. 4.56) test., Philostratus Maior, imag. (I. 5.2), ad quoddam carmen Pindari, ut vid., spectans, ἐν Αἰθιοπίᾳ δὲ, ὅθεν ἄρχεται (sc. ὁ Νεῖλος), ταμίας αὐτῷ δαίμων ἐφέστηκεν, ὑφ' οὗ πέμπεται ταῖς ὥραις σύμμετρος. v. ad fr. 282, = Σ, Arat. 283, τὸν παρὰ τῷ Πινδάρῳ ἑκατοντορόγυιον ἀνδριάντα (δαίμονα coni. Wil.), ἀφ' οὗ τῆς κινησέως τῶν ποδῶν τὸν Νεῖλον πλημμυρεῖν.

Greek Monotonic

Νεῖλος: ὁ, ο ποταμός Νείλος, πρώτη φορά αναφέρεται στον Ησίοδ.· στον Όμηρ. ο ποταμός ονομάζεται ως Αἴγυπτος.

Russian (Dvoretsky)

Νεῖλος: ὁ Нил (у Hom. - Αἴγυπτος, река в Египте) Hes., Her. etc.

Middle Liddell

Νεῖλος, ὁ,
the Nile, first in Hes.;—in Hom. the river is called Αἴγυπτος.