ηδονικός

Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ηδονικός, -ή, -όν) ηδονή
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην ηδονή, αυτός που προκαλεί την ηδονή, γλυκός, τερπνός, ευχάριστος
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ηδονικοί
οι οπαδοί του ιδρυτή της κυρηναϊκής σχολής φιλοσόφου Αρίστιππου
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ηδονικός
ο οπαδός του ηδονισμού
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. η ηδονική
η αίρεση ή φιλοσοφία τών ηδονικών που δέχεται την ηδονή ώς το μεγαλύτερο αγαθό.
επίρρ...
ηδονικώς και ηδονικά (AM ἡδονικῶς, Μ και ἡδονικά)
1. με τρόπο ηδονικό, που προκαλεί ηδονή
2. με ηδονή, με ευχαρίστηση, με απόλαυση
νεοελλ.-μσν.
γλυκά, όμορφα («ἡδονικά ἐλάλησα», Διγ.).