ελώδης

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source

Greek Monolingual

-ες (AM ἑλώδης, -ες)
1. ο γεμάτος έλη
2. αυτός που προκαλείται από το έλοςελώδης πυρετός»)
νεοελλ.
1. ελόβιος
2. το θηλ. ως ουσ. η ελώδης
γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας τών κυφοειδών
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑλῶδες
έλος, βαλτότοπος.