ένυδρος

From LSJ
Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund

Menander, Monostichoi, 310

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔνυδρος, -ον)
υδρόβιος
νεοελλ.
χημ. κάθε ουσία που τα μόριά της περιέχουν νερό
μσν.
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η ἔνυδρος
υδρόβιο θηλαστικό, κν. βίδρα, ένυδρις
αρχ.
1. αυτός που περιέχει νερό
2. (για χώρα) αντίθετο του άνυδρος ή άυδρος, αυτή που έχει αφθονία νερών
3. (αντίθ. του χερσαίος) θαλάσσιος
4. υδάτινος
5. (για έδαφος) ο βουλιαγμένος, βυθισμένος στο νερό
6. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔνυδρον
η αφθονία νερών.