πολυάνδριος

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠάνδριος Medium diacritics: πολυάνδριος Low diacritics: πολυάνδριος Capitals: ΠΟΛΥΑΝΔΡΙΟΣ
Transliteration A: polyándrios Transliteration B: polyandrios Transliteration C: polyandrios Beta Code: polua/ndrios

English (LSJ)

ον,

   A of or connected with many men, τὸ π. κακὸν μεταδιώκειν, i. e. prostitution, Ph.1.568 (sed leg. -ανδρον) ; π. τάφος, = πολυανδρεῖον, Eun.Hist.p.264 D.; π. δαίμονες spirits which haunt a πολυανδρεῖον, Tab.Defix.Aud.22.30.    II Subst. πολῠάνδρ-ιον, τό, place where many people assemble, Plu. 2.823e (pl.).    2 = πολυανδρεῖον, Ph.Bel.86.14, D.H.1.14, Str.9.4.16, J.BJ5.1.3, Plu.Flam.7, Ael.VH12.21.

Greek (Liddell-Scott)

πολυάνδριος: -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἀναφερόμενος εἰς πολλοὺς ἄνδρας, τὸ π. κακὸν μεταδιώκειν, δηλ. τὴν πορνείαν, Φίλων 1. 568. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. πολυάνδριον, τό, τόπος, ἔνθα πολλοὶ συνέρχονται, Πλούτ. 2. 823Ε. 2) τόπος ἔνθα πολλοὶ θάπτονται, νεκροταφεῖον, Διον. Ἁλ. 1. 14, Στράβ., κλ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne beaucoup d’hommes;
τὸ πολυάνδριον :
1 lieu où se rassemblent beaucoup d’hommes;
2 lieu de sépulture commune, cimetière.
Étymologie: πολύανδρος.

Greek Monolingual

-ον, Α πολύανδρος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πολυανδρία
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυάνδριον
α) τόπος όπου συγκεντρώνονται πολλοί άνδρες
β) νεκροταφείο πολλών ανδρών
3. φρ. α) «πολυάνδριον κακόν» — η πορνεία
β) «πολυάνδριος τάφος» — νεκροταφείο πολλών ανδρών
γ) «πολυάνδριοι δαίμονες» — πνεύματα που συχνάζουν στα νεκροταφεία.