τριόφθαλμος

From LSJ
Revision as of 07:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐόφθαλμος Medium diacritics: τριόφθαλμος Low diacritics: τριόφθαλμος Capitals: ΤΡΙΟΦΘΑΛΜΟΣ
Transliteration A: trióphthalmos Transliteration B: triophthalmos Transliteration C: triofthalmos Beta Code: trio/fqalmos

English (LSJ)

ον,

   A three-eyed, Orac. ap. Apollod.2.8.3, Plu.2.520c, etc.    2 ὁ τ., name of a precious stone, Plin.HN37.186.

Greek (Liddell-Scott)

τριόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς ὀφθαλμούς, Χρησμ. παρ’ Ἀπολλοδ. 2. 8, 3, Πλούτ. 2. 520C, κλπ. 2) ὁ τρ., ὄνομα πολυτίμου λίθου, Plin. N. H. 37. 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à trois yeux.
Étymologie: τρεῖς, ὀφθαλμός.

Greek Monolingual

-ον Α
1. αυτός που έχει τρεις οφθαλμούς
2. το αρσ. ως ουσ. τριόφθαλμος
ονομασία πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + ὀφθαλμός (πρβλ. πεντ-όφθαλμος)].

Russian (Dvoretsky)

τρῐόφθαλμος: трехглазый Plut.