αχήν

From LSJ
Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source

Greek Monolingual

ἀχήν (-ῆνος), ο, η (Α)
φτωχός, ενδεής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρικός τ. αβέβαιης ετυμολ. Έχει υποστηριχθεί ότι λόγω της μορφολογικής του δομής (-ήν / -ήνος) αποτελεί πιθ. ουσιαστικοποιημένο προσηγορικό, που εκφράζει την έννοια «κακομοίρης, φτωχός». Το ᾱχήν συνδέθηκε με τα διαφορετικής μεταπτωτικής βαθμίδας ῑχανώεπιζητώ κάτι με πόθο»), ἶχαρ (και ἴχαρ) «σφοδρή επιθυμία» (πρβλ. αβεστ. āzi «απληστία, επιθυμία, πόθος»: αρχ. ινδ. ihate «επιθυμώ, ποθώ», αβεστ. izyeiti «επιδιώκω, ποθώ»). Σύμφωνα με νεώτερη άποψη, υποστηρίζεται η ερμηνεία του -ᾱχήν < α-εχεσ-νο (< α- στερ. + έχω + επίθημα -νο), με συναίρεση των + ε > ].