Τυρρηνός

From LSJ
Revision as of 10:05, 13 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "*" to "*")

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Τυρρηνός Medium diacritics: Τυρρηνός Low diacritics: Τυρρηνός Capitals: ΤΥΡΡΗΝΟΣ
Transliteration A: Tyrrēnós Transliteration B: Tyrrēnos Transliteration C: Tyrrinos Beta Code: *turrhno/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A Tyrrhenian, IG22.1629.223, Plb.1.6.4, etc.; cf. Τυρσηνικός.

Greek (Liddell-Scott)

Τυρρηνός: ἴδε Τυρσηνός.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
de Tyrrhénie, tyrrhénien ; οἱ Τυρρηνοί les Tyrrhéniens.
Étymologie:.

Greek Monolingual

και ιων. τ. Τυρσηνός και δωρ. τ. Τυρρανός και Τυρσανός, -ή, -όν, θηλ. και Τυρρηνίς και ιων. τ. Τυρσηνίς, -ίδος, Α
1. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από την Τυρρηνία
2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ Τυρρηνοί ή Τυρσηνοί
οι κάτοικοι της Τυρρηνίας, ελληνική ονομασία τών Ετρούσκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοπωνύμιο Τύρρα / Τύρσα (βλ. λ. τύρσις)].

Greek Monotonic

Τυρρηνός: βλ. Τυρσηνός.

Russian (Dvoretsky)

Τυρρηνός: I ион. Τυρσηνός ὁ Тиррен или Тирсен (сын лидийского царя Атиса, основавший, по преданию, лидийскую колонию на зап. побережье Италии, поздн. Этрурия) Her.
II ион. и староатт. Τυρσηνός 3 тирренский HH, Hes., Pind., Her., Trag.
III ион. и староатт. Τυρσηνός, дор. Τυρσᾱνός ὁ тирренец
1) представитель пеласгического племени в Лидии Her.;
2) житель Тиррении, т. е. Этрурии, этруск Her.