εύδιος

From LSJ
Revision as of 12:50, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source

Greek Monolingual

ο (ΑΜ εὔδιος, -ον) ευδία
(για καιρό, αέρα, θάλασσα κ.λπ.) γαλήνιος, ήσυχος, λαμπρός, ανέφελος («χειμὼν εὔδιος», Ιπποκρ.)
μσν.-αρχ.
(για πρόσ.) φαιδρός, ήπιοςεὔδιοςψυχή», Ιουστ.)
αρχ.
1. ειρηνικός, ήσυχοςεὔδιος καὶ γαληνὸς βίος», Φίλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔδιον
η ιδιότητα του ευδίου («τὸ εὔδιον τοῡ προσώπου», Μαρκ. Αυρ.)
3. αυτός που ασχολείται με κάτι όταν είναι καλοκαιρία
4. αυτός που φέρνει καλοκαιρία.
επίρρ...
εὔδιον και εὐδία (Α), εὐδίως (Μ)
με γαλήνη, ήσυχα.