εξεργάζομαι

From LSJ
Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει → time and tide wait for no man

Source

Greek Monolingual

(AM ἐξεργάζομαι) εργάζομαι
κατεργάζομαι, δουλεύω καλά
αρχ.
1. φέρω σε πέρας, ολοκληρώνω («καὶ τὶς βλέποντα σώματ' ἐξεργάζεται;», Ευρ.)
2. (για αγρό) καλλιεργώ
3. (για φυτά) περιποιούμαι
4. (για συγγραφέα) επεξεργάζομαι
5. απόλ. πραγματεύομαι («τὰ κατ' ἐπιτομήν ἐξειργασμένα», Φιλόδημος)
6. εκπληρώνω, κατορθώνω
(«τὸ δ' αὐτὸ τοῡτο καὶ τὴν Θηβαίων συμμαχίαν ἐξειργάζετο», Αισχίν.)
7. προκαλώ («τάραχον ἐξεργάζεται», Ξεν.)
8. κατορθώνω ώστε να («ἐξειργάσατο βασιλεὺς προσαγορευθῆναι», Πολ.)
9. καταστρέφωκόρη Διώνης Κύπρι, μὴ μ' ἐξεργάσῃ, Ευρ.)
10. αδικώ, ζημιώνω.