κοπρώνης

Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

German (Pape)

[Seite 1484] ὁ, der Mistpächter, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κοπρώνης: -ου, ὁ, (ὠνέομαι), ὁ ἐνοικιαστὴς τῆς κόπρου, δηλ. ὁ ἀναδεχόμενος νὰ μεταφέρῃ τὴν κόπρον ἀπὸ τῶν ὁδῶν, «ὁδοκαθαριστής», ἐργολάβος, Ἰω. Χρυσ. τ. 3, 501.

Greek Monolingual

κοπρώνης, ὁ (Α)
1. αυτός που νοίκιαζε και εκμεταλλευόταν την κόπρο
2. αυτός που καθάριζε τους δρόμους από τις ακαθαρσίες, οδοκαθαριστής («ὁ κοπρώνης ἀλγεῑ καὶ ὀδυνᾱται ὅτι μὴ ἀπήλλακται τοῡ ταλαιπώρου καὶ ἐπονειδίστου εἶναι δοκοῡντος ἐπιτηδεύματος», Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -ώνης (< ὦνος «τιμή αγοράς» < ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. ισχαδ-ώνης, οπωρ-ώνης].