λευκαθέω

From LSJ
Revision as of 07:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκᾰθέω Medium diacritics: λευκαθέω Low diacritics: λευκαθέω Capitals: ΛΕΥΚΑΘΕΩ
Transliteration A: leukathéō Transliteration B: leukatheō Transliteration C: lefkatheo Beta Code: leukaqe/w

English (LSJ)

   A = λευκαθίζω, perh. to be read in Hes.Sc.146 (ὀδόντων . . λευκὰ θεόντων codd.).

Greek Monolingual

λευκαθέω (Α)
(πιθ. ανάγν.) λευκαθίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται στον τ. της γεν. πληθ. της μτχ. ενεστ. λευκαθεόντων «με λαμπρό λευκό χρώμα» (Ησιόδ. Ασπ. 14β), ο οποίος σχηματίστηκε για μετρικούς λόγους στο τέλος στίχου αντί του τ. λευκαθόντων του αμάρτυρου λευκάθω (βλ. λευκαθίζω)].