σάλαξ

From LSJ
Revision as of 08:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ᾁδειν ἀμουσότερα Λειβηθρίων → sing worse than Leibethrans, sing worse than the people of Leibethra

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάλαξ Medium diacritics: σάλαξ Low diacritics: σάλαξ Capitals: ΣΑΛΑΞ
Transliteration A: sálax Transliteration B: salax Transliteration C: salaks Beta Code: sa/lac

English (LSJ)

[σᾰ], ακος, ὁ, (σαλάσσω)

   A miner's sieve or riddle, Thphr. or Arist. (Fr.261) ap.Poll.10.149; σάλαγξ, Hsch.

German (Pape)

[Seite 859] ὁ, ein Bergmannssieb, Poll. 10, 149.

Greek (Liddell-Scott)

σάλαξ: -ακος, ὁ, (σαλάσσω) κόσκινον τῶν μεταλλουργῶν, Θεόφρ. ἢ Ἀριστ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 149· Ἡσύχ. σάλαγξ.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
crible, tamis de mineur.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
κόσκινο τών μεταλλουργών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάλος + εκφραστικό επίθημα -αξ (πρβλ. λίθ-αξ, μύλ-αξ, ψύδρ-αξ)].

Russian (Dvoretsky)

σάλαξ: ακος ὁ решето для руды, грохот Arst.