ψιττάκη
From LSJ
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
English (LSJ)
ἡ,
A v. ψιττακός.
German (Pape)
[Seite 1400] ἡ, = σιττάκη, Arist. H. A. 8, 12, s. ψίττακος.
Greek (Liddell-Scott)
ψιττάκη: ἴδε ἐν λέξ. ψιττακός.
Greek Monolingual
και σιτάκη και σιττάκη, ἡ, Α
ψιττακός, παπαγάλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ψιττάκη / σιττάκη, όπως και το αρσ. ψιττακός / σιττακός, είναι δάνειο ανατολικής προέλευσης, πιθ. ινδικής, από όπου, κατά πολλούς, και η καταγωγή του πουλιού. Η σύνδεση τών τ. με το αρχ. ινδ. šuka- «παπαγάλος» δεν θεωρείται πιθανή].
Russian (Dvoretsky)
ψιττάκη: (ᾰ) ἡ Arst. = ψιττακός.