δάσκιλλος

From LSJ
Revision as of 00:20, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δάσκιλλος Medium diacritics: δάσκιλλος Low diacritics: δάσκιλλος Capitals: ΔΑΣΚΙΛΛΟΣ
Transliteration A: dáskillos Transliteration B: daskillos Transliteration C: daskillos Beta Code: da/skillos

English (LSJ)

ὁ, name of

   A a fish, Arist.HA591a14.

Greek (Liddell-Scott)

δάσκιλλος: ὁ, ὄνομα ἰχθύος, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 2, 24.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ ict., n. de un pez ὁ δὲ δ. (τρέφεται) τῷ βορβόρῳ καὶ κόπρῳ Arist.HA 591a14.

• Etimología: Cf. δάσκιος, c. -λλ- de origen prob. familiar.

Greek Monolingual

ο (Α δάσκιλλος)
γένος ακανθοπτερύγιων ψαριών
νεοελλ.
κολεόπτερο έντομο τών εύκρατων και ημιτροπικών χωρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης ονομασία ψαριού με πιθανό αναδιπλασιασμό του -λ-, που συνδέεται μάλλον με το δάσκιος «σκιερός». Πρόκειται ίσως για ψάρι με σκούρο χρώμα (πρβλ. σκίαινα)].

Russian (Dvoretsky)

δάσκιλλος: ὁ рыба предполож. сциена Arst.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: an unknown fish (Arist. HA 591 a 14: τέρπεται τῳ̃ βορβόρῳ καὶ κόπρῳ).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Wood AmJPh 48, 303 derived it from δά-σκιος shadowy, which is a mere guess.