ἐρίσφηλος

From LSJ
Revision as of 01:25, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρίσφηλος Medium diacritics: ἐρίσφηλος Low diacritics: ερίσφηλος Capitals: ΕΡΙΣΦΗΛΟΣ
Transliteration A: erísphēlos Transliteration B: erisphēlos Transliteration C: erisfilos Beta Code: e)ri/sfhlos

English (LSJ)

ον,

   A overthrowing much, of Heracles, Stesich.82.

German (Pape)

[Seite 1031] sehr erschütternd, nach E. M. bei Stesichor. = ἐρισθενής, vom Herakles.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρίσφηλος: -ον, = ἐρισθενής, ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, «Στησίχορος ἐρίσφηλον ἔφη τὸν Ἡρακλέα, ἴσον τῷ ἐρισθενῆ» Ἐτυμ. Μ. 100. 47.

Greek Monolingual

ἐρίσφηλος, -ον (Α)
(επίθ. του Ηρακλή) ο μεγαλοδύναμος, ο ερισθενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η γλώσσα του Ησυχίου «άσφηλοι ασθενείς
σφηλόν γάρ το ισχυρόν» δεν επιτρέπει αναγωγή της λ. στο ρ. σφάλλω.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: attribute of Herakles (Stesich. 82).
Derivatives: Beside it ἄσφηλοι ἀσθενεῖς. σφηλὸν γὰρ τὸ ἰσχυρόν H., but the meaning does not fit.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained; connection with σφάλλω does not fit. Cf. Fick GGA 1894, 227.