κύπασσις
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
[ῠ] (
A -ασίς Hsch.), εως (ιδος Alc.15.6), ὁ (ἡ v.l. in Hecat. 284 J.), short frock, reaching to a man's mid-thigh, Alc.l.c. (in form κυπάττιδες), Ion Trag.59, Lys.Fr.58 S.; also worn by women, Ar. Fr.519, AP6.202 (Leon.), cf. 272 (Pers.), 358 (Diotim.); κ. Περσικαί Hecat.l.c.; κ. χερμάδων prob. for κύπας τις χ. in Lyc.333:—Dim. κῠπασσίσκος, ὁ, Hippon.18.
Greek Monolingual
κύπασσις, -εως και κύπαττις, -ιδος και, κατά τον Ησύχ., κυπασίς, -ίδος, ὁ, ἡ (Α)
κοντός ανδρικός, ή και γυναικείος, χιτώνας που έφθανε μέχρι το μέσο του μηρού («πάρ δέ ζώματα πολλὰ καὶ κυπάττιδες», Αλκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. μικρασιατικής προελεύσεως που αναφέρεται στους Λυδούς, Πέρσες κ.ά.].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κύπασσις -εως, ὁ cypassis (soort chiton voor mannen en vrouwen).
Frisk Etymological English
-εως
Grammatical information: m.
Meaning: name of a (short) frock, also worn by women (Alc. Z 34, 7 [cf. Hamm Grammatik 53], Hecat., Ion Trag., AP ).
Other forms: -ιδες pl. Alc.
Derivatives: Dimin. -ίσκος (Hippon. 18)
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Anat.
Etymology: Anatolian LW [loanword], in the sources connected with Lydians and Persians (cf. Gow ClassRev. 69, 238 f.). A striking agreement shows Hitt. kupah̯i- (v. Blumenthal Hesychst. 2 7 ff.), which however seems to indicate a head-cover, s. Friedrich Wb. (also Erg.heft).