στορχάζειν

From LSJ
Revision as of 07:35, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source

Greek (Liddell-Scott)

στορχάζειν: «εἰς σηκοὺς κατακλείειν τὰ βοσκήματα», καὶ «στορχάσω· συγκλείσω» Ἡσύχ. (ἴσως τὸ κοινολεκτούμενον στρεχιάζω).

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: εἰς <ση>κοὺς κατακλείειν τὰ βοσκήματα, στορχάσω συγκλείσω, ἐστόρχαζον ἔκλειον H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Denominative of *στόρχος, without etymology. Not (with Zubaty; s. Bq) to Russ. ostróg prison, strógij severe; s. Vasmer s. vv. -- Cf. ταρχύω.