τιττυβίζω
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
prop. of the cry of the common partridge, distd. from κακκαβίζω (of the Greek partridge), Thphr.Fr.181: generally,
A like τιτίζω, of swallows and other small birds, twitter, chirrup, Babr. 131.7: c. acc. cogn., τ. κέλαδον παντομιγῆ Lyr.Alex.Adesp.7.5; cf. ἀμφιτιττυβίζω.
Greek (Liddell-Scott)
τιττῠβίζω: κυρίως ἐπὶ τῆς φωνῆς τῶν περδίκων, διαστελλόμενον ἀπὸ τοῦ κακαρίζω, Θεόφρ. παρ’ Ἀθην. 390Β· - καθόλου, ὡς τὸ τιτίζω, ἐπὶ χελιδόνων καὶ ἄλλων μικρῶν πτηνῶν, Βαβρ. Ἀποσπ. 9, Μανασσ. Χρον. 164, 5270 (ἔνθα φέρεται τιτυβίζω)· πρβλ. ἀμφιτιττυβίζω.
French (Bailly abrégé)
piailler comme l’hirondelle.
Étymologie: onomatopée.
Greek Monolingual
ΝΑ, και τιτυβίζω και τιτιβίζω Ν
(για πουλί) κελαηδώ
νεοελλ.
(για πρόσ) μιμούμαι το κελάηδημα τών πουλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός, προϊόν ονοματοποιίας (πρβλ. αρχ. ινδ. tittira «πέρδικα»), βλ. και λ. τιτιγόνιον, τιτίζω, ψιθυρίζω.