τιττυβίζω

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τιττῠβίζω Medium diacritics: τιττυβίζω Low diacritics: τιττυβίζω Capitals: ΤΙΤΤΥΒΙΖΩ
Transliteration A: tittybízō Transliteration B: tittybizō Transliteration C: tittyvizo Beta Code: tittubi/zw

English (LSJ)

prop. of the cry of the common partridge, distd. from κακκαβίζω (of the Greek partridge), Thphr.Fr.181: generally,

   A like τιτίζω, of swallows and other small birds, twitter, chirrup, Babr. 131.7: c. acc. cogn., τ. κέλαδον παντομιγῆ Lyr.Alex.Adesp.7.5; cf. ἀμφιτιττυβίζω.

Greek (Liddell-Scott)

τιττῠβίζω: κυρίως ἐπὶ τῆς φωνῆς τῶν περδίκων, διαστελλόμενον ἀπὸ τοῦ κακαρίζω, Θεόφρ. παρ’ Ἀθην. 390Β· - καθόλου, ὡς τὸ τιτίζω, ἐπὶ χελιδόνων καὶ ἄλλων μικρῶν πτηνῶν, Βαβρ. Ἀποσπ. 9, Μανασσ. Χρον. 164, 5270 (ἔνθα φέρεται τιτυβίζω)· πρβλ. ἀμφιτιττυβίζω.

French (Bailly abrégé)

piailler comme l’hirondelle.
Étymologie: onomatopée.

Greek Monolingual

ΝΑ, και τιτυβίζω και τιτιβίζω Ν
(για πουλί) κελαηδώ
νεοελλ.
(για πρόσ) μιμούμαι το κελάηδημα τών πουλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός, προϊόν ονοματοποιίας (πρβλ. αρχ. ινδ. tittira «πέρδικα»), βλ. και λ. τιτιγόνιον, τιτίζω, ψιθυρίζω.