καινοφωνία

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινοφωνία Medium diacritics: καινοφωνία Low diacritics: καινοφωνία Capitals: ΚΑΙΝΟΦΩΝΙΑ
Transliteration A: kainophōnía Transliteration B: kainophōnia Transliteration C: kainofonia Beta Code: kainofwni/a

English (LSJ)

ἡ,

   A vocum novitas, Gloss., cf. Phlp. in APo. 11.7.

Greek Monolingual

η (AM καινοφωνία)
η χρήση ασυνήθιστων ή και παράδοξων λέξεων ή εκφράσεων, το να μιλά κανείς με νέο, με ασυνήθιστο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -φωνία (< -φωνος < φωνή), πρβλ. καλλι-φωνία, συμ-φωνία].