ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
Full diacritics: καινοφωνία | Medium diacritics: καινοφωνία | Low diacritics: καινοφωνία | Capitals: ΚΑΙΝΟΦΩΝΙΑ |
Transliteration A: kainophōnía | Transliteration B: kainophōnia | Transliteration C: kainofonia | Beta Code: kainofwni/a |
ἡ,
A vocum novitas, Gloss., cf. Phlp. in APo. 11.7.
η (AM καινοφωνία)
η χρήση ασυνήθιστων ή και παράδοξων λέξεων ή εκφράσεων, το να μιλά κανείς με νέο, με ασυνήθιστο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -φωνία (< -φωνος < φωνή), πρβλ. καλλι-φωνία, συμ-φωνία].