ῥαββί
εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more
English (LSJ)
A O my Master, Hebr. word in Ev.Matt.23.7, al.; also ῥαββονί or ῥαββουνί, Ev.Marc.10.51, Ev.Jo.20.16.
Greek (Liddell-Scott)
ῥαββί: ῥαββονί, ῥαββουνί, = ὦ διδάσκαλέ μου, Ἑβραϊκαὶ λέξεις ἐν τῇ Καιν. Διαθ.
English (Strong)
of Hebrew origin (רָב with pronominal suffix); my master, i.e Rabbi, as an official title of honor: Master, Rabbi.
Greek Monolingual
ο / ῥαββί, ΝΜΑ, και ραβί Ν, και ῥαββίς και ῥαββονί και ῥαββουνί Α
(κυρίως στην Καινή Διαθήκη)
1. τίτλος που αποδίδεται από τους Εβραίους στους επίσημους ερμηνευτές του Νόμου και της Γραφής, μέγας διδάσκαλος του Μωσαϊκού Νόμου
2. (στους ευαγγελιστές Ματθαίο, Μάρκο και Ιωάννη) προσφώνηση του Ιησού Χριστού από τους μαθητές του («μή τι ἐγώ εἰμι ῥαββί», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. rabb «δάσκαλος»].
Greek Monotonic
ῥαββί: ῥαββονί, ῥαββουνί, ω διδάσκαλέ μου, Εβρ. λέξεις, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ῥαββί: и ῥαββουνί ὁ indecl. (евр.) (мой) учитель NT.
Middle Liddell
o my master, Hebr. words in NTest.