διαρήσσω

From LSJ
Revision as of 20:20, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c1)

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source

Spanish (DGE)

v. διαρρήσσω.

Chinese

原文音譯:dia¸?»ssw 笛阿-而雷所

詞類次數:動詞(5)

原文字根:經過-裂開

字義溯源:撕開,撕裂,裂開,掙斷;由(διά)*=通過,完全)與(ῥάσσω / ῥήγνυμι / ῥήσσω)*=破裂)組成

同源字:1) (διαρήγνυμι / διαρήσσω / διαρρήγνυμι)撕開 2) (πήγνυμι)固定。

同義字:1) (διαρήγνυμι / διαρήσσω / διαρρήγνυμι)撕開 2) (ῥάσσω / ῥήγνυμι / ῥήσσω)破裂 3) (σπαράσσω)撕裂 4) (συνταράσσω / συσπαράσσω)徹底扯破 5) (σχίζω)分開

出現次數:總共(5);太(1);可(1);路(2);徒(1)

譯字彙編

1) 他⋯掙斷(1) 路8:29;

2) 就撕開(1) 徒14:14;

3) 裂開(1) 路5:6;

4) 撕裂(1) 可14:63;

5) 撕開(1) 太26:65