προσωπολημπτέω

From LSJ
Revision as of 21:40, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c2)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσωπολημπτέω [προσωπολήμπτης] op het uiterlijk afgaan, partijdig zijn.

Chinese

原文音譯:proswpolhptšw 普羅士-哦坡-累普帖哦

詞類次數:動詞(1)

原文字根:向著-意圖-得 相當於: (נָשָׂא‎)

字義溯源:偏心待人,徇私,按外貌待人,以貌待人;源自(προσωπολήμπτης / προσωπολήπτης)=以貌取人);由(πρόσωπον)=面前)與(λαμβάνω)*=拿,取)組成,其中 (πρόσωπον)又由(πρός)=向著)與(ὠφέλιμος)X=容貌)組成,而 (πρός)出自(πρό)*=前), (ὠφέλιμος)X出自(ὀπτάνομαι)*=注視)

出現次數:總共(1);雅(1)

譯字彙編

1) 你們⋯以貌待人(1) 雅2:9