προσωπολημπτέω
From LSJ
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσωπολημπτέω [προσωπολήμπτης] op het uiterlijk afgaan, partijdig zijn.
Chinese
原文音譯:proswpolhptšw 普羅士-哦坡-累普帖哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向著-意圖-得 相當於: (נָשָׂא)
字義溯源:偏心待人,徇私,按外貌待人,以貌待人;源自(προσωπολήμπτης / προσωπολήπτης)=以貌取人);由(πρόσωπον)=面前)與(λαμβάνω)*=拿,取)組成,其中 (πρόσωπον)又由(πρός)=向著)與(ὠφέλιμος)X=容貌)組成,而 (πρός)出自(πρό)*=前), (ὠφέλιμος)X出自(ὀπτάνομαι)*=注視)
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 你們⋯以貌待人(1) 雅2:9