scandalous
From LSJ
Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit
English > Greek (Woodhouse)
adj.
Disgraceful: P. and V. αἰσχρός, ἐπονείδιστος, ἀνάξιος.
Base: P. and V. κακός, πονηρός.
Calumnious: Ar. and P. διάβολος, βάσκανος, P. βλάσφημος, συκοφαντικός, V. λοίδορος (Eur., Cycl.). Scandalously, adv.: P. and V. αἰσχρῶς, ἀναξίως, P. ἐπονειδίστως.
Basely: P. and V. κακῶς, πονηρῶς.
Calumniously: P. διαβόλως, συκοφαντικῶς.