Γηράσκω δ᾽ αἰεὶ πολλὰ διδασκόμενος → I grow old always learning many things
σύλληψις, κούφισμα, βοήθημα, ἐπωφέλημα, παραβοήθεια, προσωφέλημα, ἐπιχορηγία, συνέργημα, σύμβλησις, ἐκθάρσημα, μερίς