неполный
Russian > Greek
ἡμίοπος, ἡμιτελής, καταδεής, ἀσυντέλεστος, ἀναπάρτιστος, ἀτελείωτος, ἐλλιπής, ἀποδεής, κολοβός, καταληκτικός, ἐλλειπτικός
ἡμίοπος, ἡμιτελής, καταδεής, ἀσυντέλεστος, ἀναπάρτιστος, ἀτελείωτος, ἐλλιπής, ἀποδεής, κολοβός, καταληκτικός, ἐλλειπτικός