стойкий
From LSJ
τοῦ θανόντος ἡ Δίκη πράσσει κότον → Justice seeks the grievance for the dead, Justice doth exact the dead man's due
Russian > Greek
δυσέκκρουστος, ταλασίφρων, εὐτλάμων, εὐκάρδιος, ἀπαραχώρητος, ἀπτώς, ἄκαμπτος, ἀσφαλής, μόνιμος, μενεχάρμης, ἐμμενετικός, ἔμμονος, δυσεξίτηλος, ὑποστατικός, τλήθυμος, τλάθυμος, στάδιος, φερέκακος, τλητός, τλατός, τολμήεις, τλήμων, τλάμων