валяться
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
Russian > Greek
καλινδέομαι ;; συγκυλίομαι ;; ἀλινδέομαι ;; ἀλίνδομαι ;; ἐγκυλίω ;; συγκυλινδέομαι ;; κατάκειμαι ;; κυλίνδω
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
καλινδέομαι ;; συγκυλίομαι ;; ἀλινδέομαι ;; ἀλίνδομαι ;; ἐγκυλίω ;; συγκυλινδέομαι ;; κατάκειμαι ;; κυλίνδω