высокопарный
From LSJ
Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau
Russian > Greek
ὑψίλοφος, μεγαλόφωνος, διθυραμβώδης, τραγικός, χαῦνος, ἱππόκρημνος, θεατρικός, ὑπέρογκος