τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶν → seeing that there would be none to hinder him
ἐξανύω ;; παλαμάομαι ;; ἐκτελέω ;; ἐκτελείω ;; τελειόω ;; τελεόω ;; ἐπιτελέω ;; ποιέω ;; ἀναπίμπλημι ;; ἀμπίμπλημι ;; ὀχέω ;; λατρεύω ;; ἀποτελέω ;; περαίνω ;; διαπεράω ;; ἐργάζομαι ;; ἐξεργάζομαι ;; βεβαιόω ;; ἀντλέω ;; λύω ;; πονέω ;; τηρέω ;; τελέω ;; πορσύνω