переделывать
From LSJ
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
Russian > Greek
μεταγράφω ;; μετακαινίζω ;; ἀναπλάσσω ;; ἀναπλάττω ;; μετασκευωρέομαι ;; μεθαρμόζω ;; μεθαρμόττω ;; μεταποιέω ;; μετακινέω ;; μετασκευάζω ;; μεταρρυθμίζω ;; μετακοσμέω ;; μεταχαράσσω ;; μεταπλάσσω ;; μεταπλάττω ;; παραπλάσσω ;; παραπλάττω ;; ἀνακλώθω ;; παρατεκταίνω ;; μεταβάλλω