узкий
From LSJ
Russian > Greek
λαγαρός, βραχύς, εὐπερίληπτος, ἄπλευρος, στενόπορθμος, στενόπορος, στεινόπορος, λεπτός, βραχύπορος, ἰσχνός, στενωπός, στεινωπός, στενός, στεινός, ἀραιός, ἁραιός
λαγαρός, βραχύς, εὐπερίληπτος, ἄπλευρος, στενόπορθμος, στενόπορος, στεινόπορος, λεπτός, βραχύπορος, ἰσχνός, στενωπός, στεινωπός, στενός, στεινός, ἀραιός, ἁραιός