превосходство
From LSJ
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
Russian > Greek
ὑπεροχή ;; ἐπικράτεια ;; ὑπερβολή ;; πλεονέκτημα ;; διαφορά ;; περισσότης ;; περιττότης ;; ἐξοχή ;; πλεονεξία ;; περισσόν ;; περιουσία