миновать
From LSJ
ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει → man proposes, God disposes | men's wishes are different from what God orders | man's will is often different than God's decisions
Russian > Greek
ὑπερπίπτω ;; φθίνω ;; γίγνομαι ;; ὑπερτελέω ;; διαπέτομαι ;; ὑπερθρῴσκω ;; παραπλέω ;; παραπλώω ;; ἐξήκω ;; ὑπερθέω ;; παρήκω ;; παρέξειμι ;; παραπορεύομαι ;; παραφεύγω ;; παρφεύγω ;; παραμείβω ;; παροίχομαι ;; ὑπερβάλλω ;; παρελαύνω ;; ἐξέρχομαι ;; παραλλάσσω ;; ἐξαμείβω ;; διαγίγνομαι ;; βιβάω